Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἴνο υ'

См. также в других словарях:

  • οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • ακρατοφόρος — Προσωνυμία του Διονύσου, που τον λάτρευαν στη Φιγαλία με αυτό το επώνυμο. Α. λεγόταν επίσης ένα μεγάλο σφαιρικό πήλινο αγγείο, που περιείχε τον άκρατο οίνο. Το αγγείο αυτό ονομαζόταν και ψυκτήρ και το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα συμπόσια. * * *… …   Dictionary of Greek

  • οινοδότης — οἰνοδότης και οἰνοδώτης, δωρ. τ. οἰνοδότας, ὁ (Α) 1. (για τον Βάκχο) αυτός που παρέχει οίνο («παρά τε Βρόμιον οἰνοδόταν παρά τε χέλυος ἑπτατόνου μολπάν», Ευρ.) 2. (για γιατρό) αυτός που παρέχει οίνο σε ασθενή ως φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος +… …   Dictionary of Greek

  • οινοφόρος — ο, θηλ. και α (Α οἰνοφόρος, ον) 1. αυτός που περιέχει οίνο («οἰνοφόρος κύλιξ», Κριτί.) 2. αυτός που παράγει οίνο, οινοπαραγωγός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰνοφόρον (ενν. σκεύος ή αγγείον) σκεύος για μεταφορά κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • Defixio — Fluchtafel auf Griechisch, Bleilamelle, 4. Jh. n. Chr., Fund aus dem Kolumbarium der Villa Doria Pamphili in Rom Die Fluchtafel oder Defixion (griechisch καταδεσμός …   Deutsch Wikipedia

  • Defixion — Fluchtafel auf Griechisch, Bleilamelle, 4. Jh. n. Chr., Fund aus dem Kolumbarium der Villa Doria Pamphili in Rom Die Fluchtafel oder Defixion (griechisch καταδεσμός …   Deutsch Wikipedia

  • Defixiones — Fluchtafel auf Griechisch, Bleilamelle, 4. Jh. n. Chr., Fund aus dem Kolumbarium der Villa Doria Pamphili in Rom Die Fluchtafel oder Defixion (griechisch καταδεσμός …   Deutsch Wikipedia

  • Fluchtafel — auf Griechisch, Bleilamelle, 4. Jh. n. Chr., Fund aus dem Kolumbarium der Villa Doria Pamphili in Rom Die Fluchtafel oder Defixion (griechisch καταδεσμός katadesmós oder κα …   Deutsch Wikipedia

  • Πατελλοχάρων — οντος, ὁ, Α κωμική ονομασία παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτελλα «πιάτο, πιατέλα» + χάρων (< χαίρω), πρβλ. οινο χάρων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»