-
1 οινο-
-
2 οἰνό-πεδος
οἰνό-πεδος, mit Weinland, weintragend; ἀλωή, Od. 1, 193. 11, 193; Mosch. 4, 100; s. auch - πέδη.
-
3 οἰνό-πεδον
οἰνό-πεδον, τό, Weinland, Weinberg; τέμενος οἰνοπέδοιο Il. 9, 579, vgl. Od. 1, 193. 11, 193.
-
4 οἰνό-πληκτος
οἰνό-πληκτος, = Folgdm, Sp.
-
5 οἰνό-πολος
οἰνό-πολος, sich mit Wein beschäftigend, Or. Sib., zweifelhaft.
-
6 οἰνό-σπονδα
οἰνό-σπονδα, τά, Spenden, Libationen mit Wein; D. L. 6, 76; Phot. lex.
-
7 οἰνό-φυτος
οἰνό-φυτος, mit Wein bepflanzt; D. Hal. 1, 37; κτήματα, Besitzungen mit Weinbergen, Strab. 12, 3, 36. – Aber οἰνοφύτος Λύαιος ist = der Weinpflanzende, Nonn. D. 21, 170.
-
8 οἰνό-φλυξ
-
9 οἰνό-φλυκτος
οἰνό-φλυκτος, = Folgdm, Sp.
-
10 οἰνό-χρως
-
11 οἰνό-χυτον
οἰνό-χυτον, πόμα, der Trank des eingeschenkten Weines, Soph. Phil. 706.
-
12 οἰνό-γαρον
οἰνό-γαρον, τό, mit Wein vermischtes Garum, sp. Medic.
-
13 οἰνό-γαλα
-
14 οἰνό-μελι
-
15 οἰνό-θρυπτος
οἰνό-θρυπτος, durch Wein verweichlicht, conj. für αἰνόϑρυπτος bei Theocr. 15, 27.
-
16 οἰνό-ληπτος
οἰνό-ληπτος, vom Wein ergriffen, trunken, ἀνδράποδον οἰν. καὶ λίχνον, Plut. ed. lib. 7.
-
17 οἰνο-πωλέω
οἰνο-πωλέω, Wein verkaufen, Arist. mir. ausc. u. Sp.
-
18 οἰνο-πόρος
οἰνο-πόρος, Wein darbietend, Nonn. D. 40, 238.
-
19 οἰνο-πόσιον
οἰνο-πόσιον, τό, = οἰνοποσία, Sp.
-
20 οἰνο-πότις
οἰνο-πότις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Ar. Thesm. 393; vgl. οἰνοπίπης; Anacr. bei Poll. 6, 22.
См. также в других словарях:
οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… … Dictionary of Greek
Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
ακρατοφόρος — Προσωνυμία του Διονύσου, που τον λάτρευαν στη Φιγαλία με αυτό το επώνυμο. Α. λεγόταν επίσης ένα μεγάλο σφαιρικό πήλινο αγγείο, που περιείχε τον άκρατο οίνο. Το αγγείο αυτό ονομαζόταν και ψυκτήρ και το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα συμπόσια. * * *… … Dictionary of Greek
οινοδότης — οἰνοδότης και οἰνοδώτης, δωρ. τ. οἰνοδότας, ὁ (Α) 1. (για τον Βάκχο) αυτός που παρέχει οίνο («παρά τε Βρόμιον οἰνοδόταν παρά τε χέλυος ἑπτατόνου μολπάν», Ευρ.) 2. (για γιατρό) αυτός που παρέχει οίνο σε ασθενή ως φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος +… … Dictionary of Greek
οινοφόρος — ο, θηλ. και α (Α οἰνοφόρος, ον) 1. αυτός που περιέχει οίνο («οἰνοφόρος κύλιξ», Κριτί.) 2. αυτός που παράγει οίνο, οινοπαραγωγός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰνοφόρον (ενν. σκεύος ή αγγείον) σκεύος για μεταφορά κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φόρος*] … Dictionary of Greek
Defixio — Fluchtafel auf Griechisch, Bleilamelle, 4. Jh. n. Chr., Fund aus dem Kolumbarium der Villa Doria Pamphili in Rom Die Fluchtafel oder Defixion (griechisch καταδεσμός … Deutsch Wikipedia
Defixion — Fluchtafel auf Griechisch, Bleilamelle, 4. Jh. n. Chr., Fund aus dem Kolumbarium der Villa Doria Pamphili in Rom Die Fluchtafel oder Defixion (griechisch καταδεσμός … Deutsch Wikipedia
Defixiones — Fluchtafel auf Griechisch, Bleilamelle, 4. Jh. n. Chr., Fund aus dem Kolumbarium der Villa Doria Pamphili in Rom Die Fluchtafel oder Defixion (griechisch καταδεσμός … Deutsch Wikipedia
Fluchtafel — auf Griechisch, Bleilamelle, 4. Jh. n. Chr., Fund aus dem Kolumbarium der Villa Doria Pamphili in Rom Die Fluchtafel oder Defixion (griechisch καταδεσμός katadesmós oder κα … Deutsch Wikipedia
Πατελλοχάρων — οντος, ὁ, Α κωμική ονομασία παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτελλα «πιάτο, πιατέλα» + χάρων (< χαίρω), πρβλ. οινο χάρων] … Dictionary of Greek